- ντετερμινισμός
- ο филос, детерминизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντετερμινισμός — Βλ. λ. αιτιοκρατία. * * * ο (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία τα πάντα στον κόσμο είναι αιτιωδώς προσδιορισμένα, γίνονται κατά αιτιώδη συνάφεια, είναι καθορισμένα από την επενέργεια ορισμένων αντικειμενικών νόμων, η αιτιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αιτιοκρατία ή ντετερμινισμός — (determinismus). Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η κατάσταση του κόσμου σε μια ορισμένη στιγμή μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της προηγούμενης κατάστασής του και αιτία της μελλοντικής του κατάστασης, η οποία, επομένως, μπορεί εύκολα να… … Dictionary of Greek
αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… … Dictionary of Greek
Λέρερ, Κιθ — (Keith Lehrer, 1936 –). Αμερικανός φιλόσοφος και ζωγράφος. Αποφοίτησε το 1957 από το πανεπιστήμιο της Μινεσότα και έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το πανεπιστήμιο Μπράουν το 1960. Το 1974 εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του πανεπιστημίου… … Dictionary of Greek
Φουγέ, Αλφρέντ — (Fouilleè, Λα Πουέζ 1838 – Λιόν 1912). Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Προσπάθησε να επιφέρει κάποιον συμβιβασμό ανάμεσα στον ιδεαλισμό και στον επιστημονικό υλισμό, τη μεταφυσική και την εμπειρία. Η ιδέα, κατά τον Φ., πηγάζει από τη… … Dictionary of Greek
αιτιοκρατία — αιτιοκρατία, η και αιτιαρχία, η και ντετερμινισμός, ο (λ. λατιν.), φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία στον κόσμο όλα συμβαίνουν κατά τη σχέση αιτία αποτέλεσμα: Στη φύση υπάρχει απόλυτη αιτιοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)